- φυσιολόγως
- Μεπίρρ. όπως ο φυσιολόγος, με διερεύνηση τών φυσικών αιτίων και φαινομένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιολόγος + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυσιολόγως — φυσιόλογος one who inquires into natural causes and phenomena masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)